αμαιμάκετος

αμαιμάκετος
ἀμαιμάκετος, -η, -ον και -ος, -ον (Α)
(επική λέξη, σε χρήση και στους λυρικούς) ισχυρός, ακατάσχετος, ασυγκράτητος, φοβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ποιητική, ιδιαίτερα εκφραστική, που χρησιμοποιήθηκε ήδη στα ομηρικά έπη για να χαρακτηρίσει τη Χίμαιρα (ειδικότερα τη φωτιά που έβγαζε από το στόμα της), τη φωτιά γενικά κ.ά. Το επίθ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία τού «ακατάσχετος, ακατανίκητος» κι έτσι συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μάχομαι. Ερμηνεύεται ως προϊόν συνθέσεως τού ἀ-επιτατ. + μαιμάω, μαιμάσσω «είμαι ανυπόμονος, επιθυμώ σφόδρα». Κατ’ άλλη άποψη, που στηρίζεται στην ομηρ. έκφραση ἀμαιμάκετος ἱστός, η λ. προήλθε από ρ. -μάκετος < -μήκετος «μακρύς, μεγάλος» με βράχυνση (πρβλ. και περιμήκετος), ενώ το στοιχείο μαι- οφείλεται σε αναδιπλασιασμό. Η β΄ ερμηνεία προσκρούει στο ότι η χρήση τής λ. ἀμαιμάκετος με τη λ. ἱστός είναι δευτερεύουσας σημασίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμαιμάκετος — irresistible masc nom sg ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμάκετον — ἀμαιμάκετος irresistible masc acc sg ἀμαιμάκετος irresistible neut nom/voc/acc sg ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem acc sg ἀμαιμάκετος irresistible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτων — ἀμαιμάκετος irresistible fem gen pl ἀμαιμάκετος irresistible masc/neut gen pl ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτοιο — ἀμαιμάκετος irresistible masc/neut gen sg (epic) ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτοις — ἀμαιμάκετος irresistible masc/neut dat pl ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτοισιν — ἀμαιμάκετος irresistible masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτου — ἀμαιμάκετος irresistible masc/neut gen sg ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτους — ἀμαιμάκετος irresistible masc acc pl ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμακέτῳ — ἀμαιμάκετος irresistible masc/neut dat sg ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμαιμάκετοι — ἀμαιμάκετος irresistible masc nom/voc pl ἀμαιμάκετος irresistible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”